- συγκυκῶσα
- συγκυκάωthrow into a fermentpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)συγκυκάωthrow into a fermentpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταντλώ — μεταντλῶ, έω (ΑΜ) αντλώ και μεταφέρω από ένα αγγείο σε άλλο, μεταγγίζω αρχ. μτφ. (για την Τύχη) μεταφέρω κάποιον από μία κατάσταση σε άλλη («συγκυκῶσα καὶ μεταντλοῡσα πάλιν», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek